- ζακορεύω
- ζακορεύω (Α) [ζάκορος]επιγρ. είμαι ζάκορος*, νεωκόρος, υπηρέτης τού ναού.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ζάκορος — ζάκορος, ὁ, ἡ (Α), ζάκορον, τὸ (Μ) νεωκόρος, υπηρέτης τού ναού («ζάκορος θεῶν», Πλούτ.) μσν. (το ουδ.) ζάκορον (κατά τον Νικ. Χων.) «γυναικάριον». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ζακόρος θεωρείται ορθότερος από τον ζάκορος. Σύνθ. < ζα* + κόρος (< κορώ… … Dictionary of Greek